- στόμαχος
- οστομάχι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στόμαχος — throat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόμαχος — ο, ΝΜΑ σακοειδής διεύρυνση τού πεπτικού σωλήνα τών ζώων, μεταξύ τού οισοφάγου και τού λεπτού εντέρου, στο εμπρόσθιο συνήθως τμήμα τής κοιλιάς, που χρησιμεύει κυρίως ως προσωρινός δέκτης προς αποθήκευση και μηχανική σε ορισμένα ζώα αλλά και σε… … Dictionary of Greek
στομάχω — στόμαχος throat masc nom/voc/acc dual στόμαχος throat masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομάχοιο — στόμαχος throat masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομάχοις — στόμαχος throat masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομάχου — στόμαχος throat masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομάχους — στόμαχος throat masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομάχων — στόμαχος throat masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομάχῳ — στόμαχος throat masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόμαχοι — στόμαχος throat masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)